- συνέφαγε
- σύν-ἐσθίωeataor ind act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
συντρώ(γ)ω — συνέφαγα, τρώω μαζί με κάποιον άλλο: Συνέφαγε με το διευθυντή του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)